- διάβαινε
- διαβαίνωstridepres imperat act 2nd sgδιαβαίνωstrideimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαβαίνω — (AM διαβαίνω) Ι. (μτθ. με αιτ.) 1. περνώ από κάποιον τόπο, διασχίζω 2. περνώ από το ένα μέρος στο άλλο 3. φρ. «διέβη τον Ρουβίκωνα» με αποφασιστικότητα επιχείρησε κάτι παράτολμο II. (αμτβ.) 1. διέρχομαι, κυλώ, περνώ 2. παρέρχομαι, περνώ, παύω να… … Dictionary of Greek
τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα … Dictionary of Greek
Χαρίνος — Ένας από τους αρχηγούς των πολιτικών αντιπάλων του Κίμωνα. Ο X. πρότεινε το ψήφισμα που ψηφίστηκε από την εκκλησία του δήμου με το οποίο κηρυσσόταν άσπονδο μίσος των Αθηναίων εναντίον των Μεγαρέων, οι οποίοι τότε ήταν αντίπαλοι των Αθηναίων στο… … Dictionary of Greek